κνίκος

From LSJ
Revision as of 10:38, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίκος Medium diacritics: κνίκος Low diacritics: κνίκος Capitals: ΚΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kníkos Transliteration B: knikos Transliteration C: knikos Beta Code: kni/kos

English (LSJ)

v. κνῆκος.

Greek Monolingual

ο
κνίκος και κνῑκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].