Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: ταρπόνη | Medium diacritics: ταρπόνη | Low diacritics: ταρπόνη | Capitals: ΤΑΡΠΟΝΗ |
Transliteration A: tarpónē | Transliteration B: tarponē | Transliteration C: tarponi | Beta Code: tarpo/nh |
v. τάρπη.
και ταρπάνη και τερπόνη, ἡ, Α
τάρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρπη.