ὑπεραιώρησις
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. ὑπεραιωρέω.
German (Pape)
[Seite 1190] εως, ἡ, das darüber Aufhängen u. Schwebenlassen, das Darüberschweben, Hippocr.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὑπεραιωρῶ
ανάρτηση από ψηλά, το να κρέμεται κάτι από ψηλά.