σαμβαλουχίς
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαμβαλούχη.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
σαμβαλούχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ουχίς (< -οῦχος + κατάλ. -ίς, -ίδος)].