μαρύομαι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: μαρύομαι | Medium diacritics: μαρύομαι | Low diacritics: μαρύομαι | Capitals: ΜΑΡΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: marýomai | Transliteration B: maryomai | Transliteration C: maryomai | Beta Code: maru/omai |
Doric for μηρύομαι.
μᾱρύομαι: Δωρ. ἀντὶ μηρύομαι.
μαρύομαι (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.
μᾱρύομαι: Δωρ. αντί μηρύομαι.
μᾱρύομαι: дор. = μηρύομαι.