στέλγιστρον
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
v. στλέγγιστρον.
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγιστρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στλέγγιστρον.