Τρινακρία

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρινακρία Medium diacritics: Τρινακρία Low diacritics: Τρινακρία Capitals: ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ
Transliteration A: Trinakría Transliteration B: Trinakria Transliteration C: Trinakria Beta Code: *trinakri/a

English (LSJ)

ἡ, an old name of Sicily, older than Σικανία acc. to Th. 6.2; older than Θρινακία acc. to Str. 6.2.1; — Adj. Τρινάκριος, α, ον, Call. Fr. 18, etc.; fem. Τρινακρίς, -ίδος, Oppian. H. 3.627. — Also written Τρινακίη, DP. 467, Eust. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.

Greek Monotonic

Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.

Middle Liddell

Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.