Τρινακρία
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡ, an old name of Sicily, older than Σικανία acc. to Th. 6.2; older than Θρινακία acc. to Str. 6.2.1; — Adj. Τρινάκριος, α, ον, Call. Fr. 18, etc.; fem. Τρινακρίς, -ίδος, Oppian. H. 3.627. — Also written Τρινακίη, DP. 467, Eust. ad loc.
Greek (Liddell-Scott)
Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.
Greek Monotonic
Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.
Middle Liddell
Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.