Ταραντῖνος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
η, ον, Tarentine, ὁ Τ. κόλπος Str. 6.1.11; ἡ Ταραντίνη (sc. χώρα) Id. 6.1.4; Τ., ὁ, a Tarentine, Hdt. 3.138, etc.; Ταραντίνων πολιτεία Arist. Fr. 590; — cf. Ταραντῖνοι, Ταραντῖνον.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de Tarente, Tarentin.
Étymologie: Τάρας.
Russian (Dvoretsky)
Τᾰραντῖνος: II ὁ тарентинец Her., Arst.
тарентский Plut.