περιθειόω
From LSJ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
fumigate thoroughly, Hsch., Phot.; περιθεωσάτωσαν prob. in Men. 530.22.
German (Pape)
[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.
Russian (Dvoretsky)
περιθειόω: или περιθεόω очищать кругом или окуривать серой Men.