Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσόπνους

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόπνους Medium diacritics: μουσόπνους Low diacritics: μουσόπνους Capitals: ΜΟΥΣΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: mousópnous Transliteration B: mousopnous Transliteration C: mousopnous Beta Code: mouso/pnous

English (LSJ)

πνουν, contr. for μουσόπνοος.

Greek Monolingual

μουσόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για τον Ησίοδο) αυτός που αναδίδει μουσικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, κρυφό-πνους].