σιτόχρους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιτόχρους Medium diacritics: σιτόχρους Low diacritics: σιτόχρους Capitals: ΣΙΤΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: sitóchrous Transliteration B: sitochrous Transliteration C: sitochrous Beta Code: sito/xrous

English (LSJ)

-ουν,contr. for σιτόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό-χρους].