μυκτήρισμα
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ατος, τό, A turning up the nose, sneering, Hsch. s.v. ἀποσκώμματα.
German (Pape)
[Seite 216] τό, Naserümpfen, Hohn, Sp.
Greek Monolingual
μυκτήρισμα, τὸ (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρισμός.