μονόστομος

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστομος Medium diacritics: μονόστομος Low diacritics: μονόστομος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: monóstomos Transliteration B: monostomos Transliteration C: monostomos Beta Code: mono/stomos

English (LSJ)

ον, A with one opening, of a fistula, Heliod. ap. Orib. 44.23.68, Paul.Age.6.77. II one-edged, Sch.Il.23.851, Hsch. s.v. σάγαρις, Suid.s.v. ἡμιπέλεκκα.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστομος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον στόμα, Ὀρειβάσ. σελ. 25 Mai. II. ὁ ἔχων μίαν μόνην κόψιν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 852, Ἡσύχ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόστομος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο άνοιγμα, μία μόνο οπή
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόστομα
ζωολ. γένος διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που είναι παράσιτα τών πτηνών
αρχ.
αυτός που έχει μία μόνο κόψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονο-στόματος < μον(ο)- -στόμος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος
η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. monostomous].