τραγίαμβος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγίαμβος Medium diacritics: τραγίαμβος Low diacritics: τραγίαμβος Capitals: ΤΡΑΓΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: tragíambos Transliteration B: tragiambos Transliteration C: tragiamvos Beta Code: tragi/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, A tragic iambus. Suid. s.v. Ἀπολλόδωρος.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, der tragische Jambus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγίαμβος: ὁ, ὁ τραγικὸς ἴαμβος, ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλόδωρος Ἀσκληπιάδου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο τραγικός ίαμβος («ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἴαμβος.