δᾴδωσις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ, A the disease of resin-glut, Thphr.CP5.11.3.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, das Kienigwerden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δᾴδωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς δᾳδίον μεταβολή, τὸ γενέσθαι τι ῥητινῶδες, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ exceso de resina en los árboles, Thphr.CP 5.11.3.
Greek Monolingual
δᾳδωσις, η (Α) δαδοῦμαι
το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι.