μολυβδώνω

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μολυβδώ, -όω) μόλυβδος
νεοελλ.
επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου
αρχ.
παθ. μολυβδοῦμαι, -όομαι
α) λειώνω σαν μόλυβδος
β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο
γ) (για δίχτυ) έχω τεμάχια μολύβδου κρεμασμένα για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό.