τροφέας

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον
νεοελλ.
συνεκδ. γονέας
αρχ.
1. θετός πατέρας
2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα
3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου
4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», Πλάτ.)
5. σωματοφύλακας ή δούλος
6. δάσκαλος
7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιοςτροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)
8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς].