Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῖος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.