επιτέλλω
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
Greek Monolingual
(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
(Α ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].