πετραίος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α πέτρα
1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ.
β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.)
2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῖος», Αισχύλ. γ. «Νύμφαι πετραῑαι», Ευρ.
δ. «συκῆ πετραίη», Αρχίλ.)
2. πέτρινος (α. «τάφος πετραῖος», Σοφ.
β. «πετραίαν στέγην», Ευρ.
γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)
3. (για τόπους) βραχώδης, πετρώδης («πετραία Σκύρος», Σοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πετραῖος
προσωνυμία του Ποσειδώνος στη Θεσσαλία
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ πετραία
η κάππαρη
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πετραῑον
α) το φυτό ασπάραγος
β) το φυτό πετροσέλινο
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πετραῑα
τα πετρόψαρα.