εφόλκιο

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐφόλκιον) εφολκός
ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία
μσν.-αρχ.
συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια
έπιπλα καὶ αγώγιμα»
2. (σύμφωνα με το το Λεξ. Ρητορ.) «ἐφόλκια
τὰ ἐκ περιττοῦ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῖς ἀποδημοῦσιν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφόλκιον
πηδάλιον ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι».