προσάρτημα

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρτημα Medium diacritics: προσάρτημα Low diacritics: προσάρτημα Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: prosártēma Transliteration B: prosartēma Transliteration C: prosartima Beta Code: prosa/rthma

English (LSJ)

-ατος, τό, appendage, Gal.5.396.

German (Pape)

[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προσαρτῶ
καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.