ἐπιχέζω
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
fut. -χεσοῦμαι, A shit on, ease oneself upon, Ar.Lys.440,Ec.640: pf., ἐπικέχοδα Id.Av.68.
German (Pape)
[Seite 1003] (s. χέζω), dazu, dabei, darauf kacken, ἐπιχεσεῖ πατούμενος Ar. Lys. 440; κἀπιχεσοῦνται Eccl. 640. Vgl. ἐπικεχόδως.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχέζω: μέλλ. -χεσοῦμαι, χέζω ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.
Greek Monolingual
ἐπιχέζω (Α)
χέζω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχέζω: (fut. ἐπιχεσοῦμαι, pf. ἐπικέχοδα) испражняться Arph.