ἐμπεριεκτικός

From LSJ
Revision as of 12:53, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριεκτικός Medium diacritics: ἐμπεριεκτικός Low diacritics: εμπεριεκτικός Capitals: ΕΜΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emperiektikós Transliteration B: emperiektikos Transliteration C: emperiektikos Beta Code: e)mperiektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A comprehending, inclusive, c.gen., A.D.Pron.4.7, al.: abs., Id.Synt.231.3.

German (Pape)

[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, μετὰ γεν., εἰσὶ δὲ ἔνιοι καὶ τῆς αἰτίας ἐμπεριεκτικοὶ ὅροι Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 8, σ. 330, 31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que contiene, de abstr. capaz de abarcar, comprehensivo gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular A.D.Pron.4.7, cf. Clem.Al.Strom.8.6.17, τὰ γοῦν πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.Pron.19.9, δύναμις ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.Haer.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.Eun.1.368, ἐ. ... δικαιοσύνη καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C
gram., subst. neutr. colectivo παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada» A.D.Synt.231.4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐμπεριεκτικός, -ή, -όν)
αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει κάτι.