ἐφιμείρω
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
strengthd. for ἱμείρω, c. acc., Nic.Fr.74.42: c. gen., AP5.268 (Agath.), Nonn.D.14.355: c. inf., A ἐ. θεὸς εἶναι Musae.80:— Med., in tmesi, ἐφ' αἵματος ἱμείρονται Arat.975.
German (Pape)
[Seite 1119] verstärktes simplex; οὐκ ἐφ. θεὸς εἶναι Mus. 80; – τινός, Agath. 11 (V, 269); Nonn. D. 14, 355; – c. acc., Nic. bei Ath. XV, 683 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφῑμείρω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἱμείρω, μετ’ αἰτ., Νικ. παρ’ Ἀθην. 683F· μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 269, Νόνν. Δ. 14. 355· μετ’ ἀπαρ., Μουσαῖος 80: - Μέσ., Ἄρατ. 975.
Greek Monolingual
ἐφιμείρω (Α)
(επιτ. τ.), βλ. ιμείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱμείρω «επιθυμώ»].
Greek Monotonic
ἐφῑμείρω: επιτετ. αντί ἱμείρω, με γεν., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφῑμείρω: страстно желать (τινός Anth.).
Middle Liddell
[strengthd. for ἱμείρω
c. gen., Anth.