παρανεύω

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανεύω Medium diacritics: παρανεύω Low diacritics: παρανεύω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΥΩ
Transliteration A: paraneúō Transliteration B: paraneuō Transliteration C: paraneyo Beta Code: paraneu/w

English (LSJ)

A incline to one side, Hippiatr.33; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.

Greek (Liddell-Scott)

παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.