περικατάληψις

From LSJ
Revision as of 17:39, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληψις Medium diacritics: περικατάληψις Low diacritics: περικατάληψις Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: perikatálēpsis Transliteration B: perikatalēpsis Transliteration C: perikatalipsis Beta Code: perikata/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3; cf. περικατάλαμψις.

German (Pape)

[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.

Greek Monolingual

-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.