ὀκταετία
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ἡ, A = ὀκταετηρίς, Theo Sm.p.173 H., Procl.Par.Ptol.285; but ὀκτωετία in Ptol.Tetr.205.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, = ὀκταετηρίς, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταετία: ἡ, ὀκταετηρίς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 285.
Greek Monolingual
και οχταετία, η (Α ὀκταετία και ὀκτωετία) οκταετής
περίοδος οκτώ ετών, χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αλλ. οκταετηρίδα.