κισσεοχαίτης
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ὁ, voc. -χαῖτα, A wreathed with ivy, epithet of Apollo, PMag.Berol.2.98a.
Spanish
coronado de hiedra en los cabellos
Greek Monolingual
κισσεοχαίτης, ὁ (Α)
βλ. κισσοχαίτης.