κισσοχαίτης
From LSJ
English (LSJ)
κισσοχαίτου, ὁ, ivy-tressed, i.e. ivy-crowned, only in voc., κισσοχαῖτ' (i.e. -χαῖτ[ᾰ]) ἄναξ Pratin.Lyr.1.17, Ecphantid.3 (ridiculed by Cratin.324).
German (Pape)
[Seite 1443] epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοχαίτης: -ου, ὁ, κισσοστεφής, ἔχων τὴν κόμην, Πρατίν. 1. 19, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 2· (σκωπτόμενον ὑπὸ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 52).
Greek Monolingual
κισσοχαίτης και κισσεοχαίτης, ὁ (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυοχαίτης, φυκιοχαίτης].