δίκολπος

From LSJ
Revision as of 16:10, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκολπος Medium diacritics: δίκολπος Low diacritics: δίκολπος Capitals: ΔΙΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: díkolpos Transliteration B: dikolpos Transliteration C: dikolpos Beta Code: di/kolpos

English (LSJ)

ον, A with two sinuses, Gal.2.890.

German (Pape)

[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.

Spanish (DGE)

-ον de dos senos de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.

Greek Monolingual

-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.