χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
ἐρίπνους, -ουν (Α)
αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -πνους (< -πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ-πνους)].