ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό-δηκτος, οφιό-δηκτος].