Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
θέρμητρον, τὸ (Α)το θερμηρόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)].