τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + -ώπτω (πρβλ. ηρ-ώπτω, σκ-ώπτω)].