Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής, χρυσο-βαφής]·