ισχνομυθία

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

ἰσχνομυθία, ή (ΑΜ)
1. η λεπτότητα και καθαρότητα τών επιχειρημάτων
2. ελάττωμα στην ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -μυθία (< -μυθος < μύθος), πρβλ. ακριτο-μυθία, στιχο-μυθία].