κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].