ιχνομυθώ

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

ἰχνομυθῶ, -έω (Μ)
εξιστορώ σε γενικές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. αερο-μυθώ, στοιχο-μυθώ].