ιχνομυθώ
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
ἰχνομυθῶ, -έω (Μ)
εξιστορώ σε γενικές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. αερομυθώ, στοιχομυθώ].