καλοτάξιδος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για πλοίο) α) αυτό που πλέει με ευστάθεια, που κάνει καλό ταξίδι, που αντέχει στην τρικυμία
β) αυτό που ταξιδεύει με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επιχειρεί επικερδές ταξίδι
2. (για ανθρώπους) αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε άνετα, ευχάριστα, με γαλήνια θάλασσα («φθάσαμε καλοτάξιδοι στο νησί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. αργο-τάξιδος, πρωτο-τάξιδος].