κενόκρανος

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 1417] mit leerem Kopfe, Orac. Sib. 3 p. 418.

Greek (Liddell-Scott)

κενόκρᾱνος: -ον, ἔχων κενὸν κρανίον, κενὴν κεφαλήν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 430.

Greek Monolingual

κενόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [απ' όπου το κρανίον]), πρβλ. μακρό-κρανος, χαλκεό-κρανος].