κλεψόγονος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
κλεψόγονος, ὁ (Α)
(για τον διάβολο) αυτός που κλέβει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψο- (< κλέπτω) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος, υψί-γονος].