κρυψίβουλος
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίβουλος: ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς ἑαυτοῦ βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κρυψίβουλος, -ον)
αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό-βουλος, υστερό-βουλος].