μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
κρηνήϊος, -ον (Α)κρηναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. ποταμ-ήιος, ποιμν-ήιος)].