κωδωνοστάσιο

From LSJ
Revision as of 14:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

και κωδωνοστάσι, το
μικρός πύργος εκκλησίας από την οροφή του οποίου είναι αναρτημένες οι καμπάνες, καμπαναριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -στάσιο < ασθενές θ. στă του ἵστημι (πρβλ. -στă-μεν, στᾰτός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εργο-στά-σιο, ηλιο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].