κρυπτογράφος

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων
2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ- (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο-γράφος, ορθο-γράφος.