λοξοβλεπτώ
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)
βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ-βλεπτώ, οξυ-βλεπτώ].