Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
λοφορρῶγα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ρρῶγα, αιτ. του -ρρωξ (< ρήγνυμι), πρβλ. κατα-ρρώξ, κυμο-ρρώξ].