μαρμαρογλύπτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, = A marble sculptor, marbler, marmorum sculptor, Gloss.
Greek Monolingual
ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.
Full diacritics: μαρμᾰρογλύπτης | Medium diacritics: μαρμαρογλύπτης | Low diacritics: μαρμαρογλύπτης | Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΠΤΗΣ |
Transliteration A: marmaroglýptēs | Transliteration B: marmaroglyptēs | Transliteration C: marmaroglyptis | Beta Code: marmaroglu/pths |
ου, ὁ, = A marble sculptor, marbler, marmorum sculptor, Gloss.
ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.